Βουλιαγμένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βουλιαγμένη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βουλιαγμένη οι Βουλιαγμένες
      γενική της Βουλιαγμένης των Βουλιαγμένων
    αιτιατική τη Βουλιαγμένη τις Βουλιαγμένες
     κλητική Βουλιαγμένη Βουλιαγμένες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βουλιαγμένη < βουλιαγμένη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vu.ʎaɣˈme.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βου‐λιαγ‐μέ‐νη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βουλιαγμένη θηλυκό

  1. προάστιο της Αθήνας
  2. (υδρωνύμιο) ονομασία λιμνών της Ελλάδας
  3. χωριό της Ηλείας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]