βάλσαμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάλσαμο | τα | βάλσαμα |
γενική | του | βάλσαμου | των | βάλσαμων |
αιτιατική | το | βάλσαμο | τα | βάλσαμα |
κλητική | βάλσαμο | βάλσαμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάλσαμο < αρχαία ελληνική βάλσαμον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάλσαμο ουδέτερο
- (βότανο) το ανθοφόρο φυτό του γένους Υπερικόν (Hypericum), της οικογένειας Υπερικίδες (Hypericaceae) (είδος: Υπερικόν το διάτρητον / Hypericum perforatum)
- (φαρμακευτική) η φυτική ελαιώδης και ρητινώδης ουσία με φαρμακευτικές ή αρωματικές ιδιότητες για ανάλογες χρήσεις
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βάλσαμο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βότανα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)