στρατώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατώνας οι στρατώνες
      γενική του στρατώνα των στρατώνων
    αιτιατική τον στρατώνα τους στρατώνες
     κλητική στρατώνα στρατώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατώνας < αρχαίο στρατών < στρατός.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατώνας αρσενικό

  • το μέρος όπου διαμένουν οι στρατιώτες.
Κατά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, αυτό το σχολείο είχε μετατραπεί σε στρατώνα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]