ρυμουλκό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρυμουλκό | τα | ρυμουλκά |
γενική | του | ρυμουλκού | των | ρυμουλκών |
αιτιατική | το | ρυμουλκό | τα | ρυμουλκά |
κλητική | ρυμουλκό | ρυμουλκά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρυμουλκό ουδέτερο
- οποιοδήποτε κινούμενο μέσον τραβάει ή σέρνει ένα άλλο, που δεν κινείται
- (ναυτικός όρος) ειδικός τύπος πλοίου με μεγάλη ιπποδύναμη μηχανών που προβαίνει σε ρυμούλκηση πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων
- ↪ Τα ρυμουλκά διακρίνονται σε μικρά (λιμένος), μεγάλα, ανοικτής θάλασσας και ωκεάνια.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ρεμούρκιο (παρωχημένο, ιδιωματικο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρυμουλκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρυμουλκό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας