osobowy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]osobowy < osoba
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]osobowy (pl)
Κλίση
[επεξεργασία] Κλίση του επιθέτου osobowy στα πολωνικά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]osobowy (pl) αρσενικό
- (σιδηρόδρομος) η απλή (αμαξοστοιχία)