poniedziałek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poniedziałek | poniedziałki |
γενική | poniedziałku | poniedziałków |
δοτική | poniedziałkowi | poniedziałkom |
αιτιατική | poniedziałek | poniedziałki |
οργανική | poniedziałkiem | poniedziałkami |
τοπική | poniedziałku | poniedziałkach |
κλητική | poniedziałku | poniedziałki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
poniedziałek < από τις λέξεις po + niedziela
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpɔ̃ɲɛ̇ˈʥ̑awɛk/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poniedziałek (pl) αρσενικό
- η Δευτέρα
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Οι μέρες της εβδομάδας | |||||||||||
Δευτέρα | Τρίτη | Τετάρτη | Πέμπτη | Παρασκευή | Σάββατο | Κυριακή | |||||
poniedziałek | wtorek | środa | czwartek | piątek | sobota | niedziela |