Μετάβαση στο περιεχόμενο

talio

Από Βικιλεξικό
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική taliotalioj
αιτιατική taliontaliojn

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

talio (eo)



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
talio < talis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tāliō, -ōnis (la) θηλυκό

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
talio < talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω)

talio (la) (tāliōconj.1-tāliāvī-tāliātum-taliare/taleare/talliare)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη talea

Απόγονοι

[επεξεργασία]

talio (λατινικά)

βενετικά: tagiar
νέα ελληνικά: ταγιάρω
ιταλικά: tagliare
νέα ελληνικά: ταλιάρω, ταλιαρίζω

απαρέμφατο taliare

παλαιά γαλλικά: tailler
γαλλικά: tailler