verber

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verber < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verber ουδέτερο

  1. μαστίγιο
    nudari iubet verberaque adferri (Titus Livius, Ab urbe condita, 8, 28, 4)
    διέταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν
  2. μαστίγωμα, πληγή, ράπισμα, μάστιγα
  3. χτύπημα, κρούση
  4. ράβδος
  5. ο ιμάντας της σφεντόνας
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική verber verberă
γενική verberis verberum
δοτική verberī verberĭbus
αιτιατική verber verberă
κλητική verber verberă
αφαιρετική verbere verberĭbus
(γ' κλίση)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Ο ενικός δε βρίσκεται συχνά, ιδίως οι πτώσεις ονομαστική, δοτική και αιτιατική ενικού δεν βρίσκονται καθόλου στα λατινικά κείμενα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]