Αστυάναξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀστυάναξ, ἀστυάναξ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αστυάναξ οι Αστυάνακτες
      γενική του Αστυάνακτος των Αστυανάκτων
    αιτιατική τον Αστυάνακτα τους Αστυάνακτες
     κλητική Αστυάναξ Αστυάνακτες
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και την αρχαία κλίση στο Ἀστυάναξ.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αστυάναξ < αρχαία ελληνική Ἀστυάναξ < ἀστυάναξ < ἄστυ + ἄναξ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αστυάναξ αρσενικό

  1. αρχαίο ανδρικό όνομα, ο Αστυάνακτας
    1. (ελληνική μυθολογία) γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης
    2. Αστυάναξ ο Μιλήσιος, αρχαίος Έλληνας ολυμπιονίκης του 4ου αιώνα π.Χ.
  2. (αστρονομία) ο αστεροειδής 1871 Astyanax

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]