Βρέμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βρέμη
      γενική της Βρέμης
    αιτιατική τη Βρέμη
     κλητική Βρέμη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη της Βρέμης.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βρέμη < γερμανική Bremen[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvɾe.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βρέ‐μη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βρέμη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)