νάνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
|||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{el-κλίσ-'δρόμος'}} |
{{el-κλίσ-'δρόμος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ |
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[νᾶνος]] |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
Αναθεώρηση της 07:12, 12 Μαρτίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νάνος < αρχαία ελληνική νᾶνος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
νάνος αρσενικό
- (ιατρική) άνθρωπος πολύ κοντός και μικρόσωμος σε σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας του
- άτομο ανάξιο κι ασήμαντο στον τομέα στον οποία ανήκει
- (βοτανική) φυτό με διαστάσεις πολύ μικρότερες από το συνηθισμένο
- (ζωολογία) ζώο μικρού σώματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως πειραματόζωο
- (αστρονομία) λευκός ή άσπρος νάνος: αστέρας με σχετικά μικρό μέγεθος, αποτέλεσμα της έκρηξης αστέρα με μάζα λιγότερη από το οκταπλάσιο της μάζας του Ήλιου
- πλάσμα της φαντασίας που, υποτίθεται, ζει στα δάση, στα βουνά ή σε στοές κι έχει ιδιαίτερες τεχνικές ικανότητες, κυρίως, στην ξυλουργία και τη μεταλλουργία