προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|προέχω}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==

{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}

==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
#[[παρακολουθώ]] ή [[σκέπτομαι]] κάτι ή κάποιον δείχνοντας [[ενδιαφέρον]]
# {{λείπει ο ορισμός}}
#[[είμαι]] [[συγκεντρωμένος]]
#[[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]
#[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]
#[[συμπαθώ]]
#[[προφυλάσσω]], [[προφυλάσσομαι]]

===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'αλλάζω'}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 17:46, 29 Απριλίου 2014

Δείτε επίσης: προέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσέχω < αρχαία ελληνική προσέχω

Ρήμα

προσέχω

  1. παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
  2. είμαι συγκεντρωμένος
  3. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
  4. φροντίζω, περιποιούμαι
  5. συμπαθώ
  6. προφυλάσσω, προφυλάσσομαι

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσέχω < πρός + ἔχω

Ρήμα

προσέχω

  1. έχω παραπάνω
  2. φέρνω κάτι κάπου
  3. (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι

Κλίση