συμβαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt |
|||
Γραμμή 52: | Γραμμή 52: | ||
[[fj:συμβαίνω]] |
[[fj:συμβαίνω]] |
||
[[fr:συμβαίνω]] |
[[fr:συμβαίνω]] |
||
[[lt:συμβαίνω]] |
|||
[[mg:συμβαίνω]] |
[[mg:συμβαίνω]] |
||
[[pl:συμβαίνω]] |
[[pl:συμβαίνω]] |
Αναθεώρηση της 21:19, 10 Φεβρουαρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμβαίνω < αρχαία ελληνική συμβαίνω
Ρήμα
συμβαίνω
- → δείτε τη λέξη συμβαίνει
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
συμβαίνω
- στέκομαι με τα πόδια ενωμένα (όπως οι κούροι)
- ὅταν γάρ τι ἀπὸ τῆς γῆς ἄρασθαι βούλωνται, διαβαίνοντες πάντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες ἐπιχειροῦσιν αἴρεσθαι. :όπως και οι άνθρωποι, όταν θέλουν να σηκώσουν κάτι από τη γη, ανοίγουν τη δρασκελιά τους μάλλον παρά προσπαθούν να το σηκώσουν με ενωμένα τα πόδια (Ξενοφών)
- προστίθενται, μαζεύονται, συμπίπτουν όλα μαζί, συμπίπτω απλώς, συμφωνώ με κάτι άλλο, ταυτίζομαι
- συμβαίνει κακοῖς : συνέπεσαν κι άλλα κακά
- ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς συμβαίνειν : ο χρόνος της έκθεσης <η εποχή που είχαν αφήσει έκθετο το νεογέννητο βασιλόπουλο> συνέπιπτε με την ηλικία του αγοριού αυτού
- εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις : τα χνάρια είναι ίδια με τις δικές μου πατημασιές
- συναντώ,
- σὺν δ᾽ ἔβη ἐν Φιλότητι
- ξυμβέβηκε δ᾽ οὐδαμοῦ: δεν έχω απαντήσει ποτέ κάτι τέτοιο, δεν έχω καμία σχέση με αυτό, δεν βρέθηκε στο δρόμο μου
- (μεταφορικά) συμβαδίζω, συμβιβάζομαι, συμφωνώ, υποχωρώ, συνήθως την ίδια εποχή με κάποιον άλλο
- ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τούτου καὶ οἱ Πλαταιῆς οὐκέτι ἔχοντες σῖτον οὐδὲ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι ξυνέβησαν τοῖς Πελοποννησίοις τοιῷδε τρόπῳ : την ίδια εποχή του καλοκαιριού εκεινου και οι Πλαταιείς ήρθαν σε συμφωνία με τους Πελοποννήσιους γιατί δεν είχαν σιτάρι ούτε δυνάμεις να αντέξουν πλιορκία
- ξυνέβησαν δὲ καὶ Βυζάντιοι ὥσπερ καὶ πρότερον ὑπήκοοι εἶναι. : συμφώνησαν τότε και οι κάτοικοι του Βυζαντίου να ξαναγίνουν υπήκοοι με το καθεστώς που είχαν πριν
- οὐ γὰρ ἂν ξυμβαῖμεν ἄλλως ἢ 'πὶ τοῖς εἰρημένοις ὥστ᾽ ἐμὲ σκήπτρων κρατοῦντα : δεν θα τα βρούμε αλλιώς παρά αν γίνουν όσα είπα, να κρατήσω το σκήπτρο...
Συγγενικά
- σύμβασις
- σύμβαμα
- συμβασείω
- συμβατικός
- συμβατήριος
- συμβάν (το γεγονός) συμβάντα (τα γεγονότα)
- το συμβεβηκός (το τυχαίο γεγονός, η σύμπτωση)