αποζημίωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}

Αναθεώρηση της 09:24, 21 Νοεμβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποζημίωση οι αποζημιώσεις
      γενική της αποζημίωσης* των αποζημιώσεων
    αιτιατική την αποζημίωση τις αποζημιώσεις
     κλητική αποζημίωση αποζημιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποζημιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποζημίωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αποζημίωση θηλυκό

  1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά από τον υπαίτιο ή το κράτος
    ※  Η άμεση και δίκαιη αποζημίωση των πληγέντων από φυσικές καταστροφές αποτελεί προτεραιότητα για κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελληνική κυβέρνηση θεσμοθέτησε το μόνιμο μηχανισμό Κρατικής Αρωγής για την αποκατάσταση ζημιών από φυσικές καταστροφές, ώστε οι αποζημιώσεις να δίνονται στο σωστό χρόνο, με δίκαιη αποτίμηση, σύντομες και ψηφιοποιημένες διαδικασίες χωρίς περιττή γραφειοκρατία.
    «Κρατική Αρωγή για τους πληγέντες από φυσικές καταστροφές», arogi.gov.gr· πρόσβαση: 2021-11-01.
  2. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον για την εκτέλεση ενός ορισμένου έργου, αμοιβή
  3. (γενικότερα) η υλική ή κυρίως η ηθική ανταμοιβή που κερδίζει κάποιος για τους κόπους του και την προσφορά του

Μεταφράσεις