προέρχομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{ρήμα|el}}: {{ετ|αποθετικό}}
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
Γραμμή 45: Γραμμή 45:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 68: Γραμμή 67:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 16:07, 23 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προέρχομαι < αρχαία ελληνική προέρχομαι < πρό + ἔρχομαι (πηγαίνω μπροστά, φεύγω). Η νεότερη σημασία, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά: provenir [1]

Ρήμα

προέρχομαι (αποθετικό ρήμα), παρατατικός: προερχόμουν αόριστος: προήλθα (προφορικά: προήρθα)

  1. (κυριολεκτικά) έρχομαι από κάποιο μέρος ή τόπο,
  2. (μεταφορικά) εκπορεύομαι, πηγάζω
  3. κατάγομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές