desperate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | desperate |
συγκριτικός | more desperate |
υπερθετικός | most desperate |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
desperate < (άμεσο δάνειο) λατινική desperatus < despero
Επίθετο[επεξεργασία]
- απελπισμένος
- αλόγιστος, ικανός για όλα (για απελπισία)
- απεγνωσμένος, απονενοημένος
- απελπιστικός, δύσκολος και επικίνδυνος
- τρομερός, φοβερός