most

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

most (en) (υπερθετικός βαθμός του much, many, a lot)

  1. (με άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει το μεγαλύτερο ποσό
    Peter has five cookies; he has the most.
    Ο Πέτρος έχει πέντε μπισκότα· έχει τα περισσότερα.
  2. (χωρίς άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει πλειοψηφία
    Most hate him.
    Οι περισσότεροι τον μισούν.
    Most of the time I am right.
    Τις περισσότερες φορές έχω δίκιο.
    There’s a lot of snow, but it’s hot and most of it will melt.
    Έχει πολύ χιόνι, αλλά κάνει ζέστη και το περισσότερο/το πιο πολύ θα λιώσει.

Επίρρημα[επεξεργασία]

most (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ο πιο, πάρα πολύ, -ότατα, -έστατα, χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τον υπερθετικό των περισσότερων επιθέτων και επιρρημάτων με δύο ή περισσότερες συλλαβές
    the most powerful/beautiful/famous/suitable
    ο πιο δυνατός/ωραίος/ονομαστός/κατάλληλος
    most carefully - πάρα πολύ προσεχτικά
    most beautifully - ωραιότατα/πολύ ωραία
    most expensively - πολύ ακριβά
    most leniently - επιεικέστατα/πολύ επιεικώς
  2. περισσότερο (από όλλους), πολύ, στον μέγιστο βαθμό
    I love him most (of all).
    Τον αγαπώ περισσότερο απ' όλους.
    most of all likely - πολύ πιθανόν
    What’s bothering you (the) most?
    Τι σε βασανίζει περισσότερο;
    What pleased me most was that…
    Εκείνο που με ευχαρίστησε περισσότερο απ' όλα ήταν…
  3. (επίσημο) πάρα πολύ
    a most useful book - ένα πάρα πολύ χρήσιμο βιβλίο
    This is most interesting.
    Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
  4. (ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) σχεδόν
    I go to the store most every day.
    Πηγαίνω στο μαγαζί σχεδόν κάθε μέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη almost

Προσδιοριστής[επεξεργασία]

most (en) (υπερθετικός βαθμός του much, many, a lot)

  1. (συνήθως με άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει το μεγαλύτερο ποσό
    Who made the most mistakes?
    Ποιος έκανε τα περισσότερα λάθη;
    Who got (the) most votes?
    Ποιος κέρδισε τις περισσότερες ψήφους;
  2. (χωρίς άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει πλειοψηφία
    Most people are kind.
    Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευγενικοί.
    It rained most days.
    Τις περισσότερες μέρες έβρεχε.
    He lived most of his life in a foreign land.
    Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην ξενιτιά.
    I was sick (for) most of the summer.
    Ήμουν άρρωστος το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (bs) αρσενικό



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (ca) αρσενικό



Κροατικά (hr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (hr) αρσενικό



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (nl)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɔst/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (sr)

  • λατινική γραφή του мост



Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (sk) αρσενικό



Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (sl) αρσενικό



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (cs) αρσενικό