normalny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
normalny (pl)
- κανονικός
- (ειδικότερα) τυπικός, μέσα στα πλαίσια του νόμου ή των κανόνων
- (ειδικότερα) ψυχικά υγιής
- (ειδικότερα) (για εισιτήριο, θέση κλπ) κανονικός, απλός, ολόκληρος
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου normalny στα πολωνικά