Μεφιστοφελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μεφιστοφελής | ||
γενική | του | Μεφιστοφελή | ||
αιτιατική | τον | Μεφιστοφελή | ||
κλητική | Μεφιστοφελή | |||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μεφιστοφελής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Mephistopheles / Mephostophiles / Mephostophilus < αρχαία ελληνική μή + φάος + φίλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Μεφιστοφελής αρσενικό
- η διαβολική υπόσταση στην τραγωδία Φάουστ τού Γκαίτε, στην οποία ο Ιωάννης Φάουστ παραχωρεί την ψυχή του, ώστε να ξαναβρεί τη νεότητά του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεφιστοφελικά
- μεφιστοφελικός
- → δείτε τις λέξεις φως και φίλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μεφιστοφελής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)