Σόνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σόνια οι Σόνιες
      γενική της Σόνιας
    αιτιατική τη Σόνια τις Σόνιες
     κλητική Σόνια Σόνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σόνια < ρωσική Соня, χαϊδευτικό του София (Σοφίααπ' όπου απαντά και σε διάφορες άλλες γλώσσες

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σόνια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]