Σόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σόνια | οι | Σόνιες |
γενική | της | Σόνιας | — | |
αιτιατική | τη | Σόνια | τις | Σόνιες |
κλητική | Σόνια | Σόνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σόνια < ρωσική Соня, χαϊδευτικό του София (Σοφία)· απ' όπου απαντά και σε διάφορες άλλες γλώσσες
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σόνια θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Σόνετσκα (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σόνια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)