Χέιμνταλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ο Χέιμνταλ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χέιμνταλ < Heimdallr < Heim(κόσμος) + επίθεμα dallr αβέβαιης προέλευσης, ίσως σημαίνει πόλος, ίσως φωτεινός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χέιμνταλ αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]