άνεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άνεση | οι | ανέσεις |
γενική | της | άνεσης* | των | ανέσεων |
αιτιατική | την | άνεση | τις | ανέσεις |
κλητική | άνεση | ανέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνεση < αρχαία ελληνική ἄνεσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άνεση θηλυκό
- ο μεγάλη έκταση σε χώρους ή σε χρόνο, η ελευθερία στην κίνηση στο χώρο ή στο χρονικό όριο, η έλλειψη περιορισμών
- Στο τεσσάρι θα έχουμε μεγάλη άνεση ενώ αυτό το τριάρι...
- Θα έρθω το απόγευμα, που έχω άνεση χρόνου
- η αίσθηση της χαλάρωσης που προκύπτει από την έλλειψη περιορισμών παρ΄ότι αυτοί μπορεί αντικειμενικά να υπάρχουν
- Ηρθε κουνάμενος-σινάμενος με την άνεσή του (σιγά-σιγά, χαλαρά, χωρίς να βιάζεται)
- Φοράει με άνεση κοντές φούστες ενώ είναι πολύ παχιά και πλησιάζει και τα 60
- Κάν' το με την άνεσή σου, δεν μας πιέζει κανείς
- Μίλα του με άνεση, είναι δικός μας άνθρωπος (δεν χρειάζονται τυπικότητες)
- η ευκολία, η ευχέρεια σε κάποιους τομείς που προβληματίζουν την πλειοψηφία, το θετικό και ικανοποιητικό αποτέλεσμα μίνιμουμ προσπάθειας, που βγαίνει αβίαστα και με φυσικότητα λόγω κάποιου ταλέντου, οι καλές επιδόσεις σε τομείς που δυσκολεύουν τους περισσότερους επειδή οι πιο πολλοί έχουν περιορισμούς
- Γράφει με μεγάλη άνεση
- Προκρίθηκε με άνεση
- Εχει οικονομική άνεση
- αυτό που παρέχει χαλάρωση
- είναι σπίτι με πολλές ανέσεις