αβυσσοπελάγιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αβυσσοπελάγιος, -α, -ο
- (βιολογία) χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα στήλη ύδατος που φθάνει σε βάθος της θάλασσας μέχρι τη ζώνη της αβύσσου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβυσσοπελάγιος
|