αβυσσοπελάγιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα προτείνεται στην κατηγορία των σελίδων για διαγραφή με το σχόλιο:
Χωρίς αναφορές - μάλλον ανυπαρκτη.
Σημειώνουμε αν εξελίσσεται συζήτηση στη Σελίδα Συζήτησης του άρθρου ή στο Δωμάτιο Συζήτησης Διαγραφών.
Άλλως, αν δεν υπάρχει αντίρρηση το λήμμα θα διαγραφεί σε 15 ημέρες ή νωρίτερα, με ευθύνη διαχειριστή.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβυσσοπελάγιος η αβυσσοπελάγια το αβυσσοπελάγιο
      γενική του αβυσσοπελάγιου της αβυσσοπελάγιας του αβυσσοπελάγιου
    αιτιατική τον αβυσσοπελάγιο την αβυσσοπελάγια το αβυσσοπελάγιο
     κλητική αβυσσοπελάγιε αβυσσοπελάγια αβυσσοπελάγιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβυσσοπελάγιοι οι αβυσσοπελάγιες τα αβυσσοπελάγια
      γενική των αβυσσοπελάγιων των αβυσσοπελάγιων των αβυσσοπελάγιων
    αιτιατική τους αβυσσοπελάγιους τις αβυσσοπελάγιες τα αβυσσοπελάγια
     κλητική αβυσσοπελάγιοι αβυσσοπελάγιες αβυσσοπελάγια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβυσσοπελάγιος < άβυσσος + πελάγιος

Επίθετο[επεξεργασία]

αβυσσοπελάγιος, -α, -ο

  • (βιολογία) χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα στήλη ύδατος που φθάνει σε βάθος της θάλασσας μέχρι τη ζώνη της αβύσσου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]