αγγαρειομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγαρειομάχος < αγγαρεί(α) (< (ελληνιστική κοινή) ἀγγαρεία < ἀγγαρεύω < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < περσικά < ακκαδικά) + -ο- + -μάχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγαρειομάχος αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) στρατιώτης που του ανατίθενται συχνά αγγαρείες
- ※ Στη Θήβα, στο κέντρο νεοσυλλέκτων, αγγαρειομάχος στα μαγειρεία, βρίσκω ένα φίλο μου κι ακούμε μουσική. «Άκουσες Ξύλινα Σπαθιά;» μου είπε (Στέφανος Τσιτσόπουλος, «Παύλος Παυλίδης: Η επιστροφή», Athens Voice τχ. 128 (ανάρτηση: 8 Ιουνίου 2006)· πρόσβαση: 2020-11-26)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγαρειομάχος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μάχος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)