αγιορείτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγιορείτικος < αγιορείτ(ης) + -ικος < Άγιον Όρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ʝoˈɾi.ti.kos/ (συγκρίνετε με το αγιορειτικός)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιο‐ρεί‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγιορείτικος, -η, -ο
- που προέρχεται από ή ανήκει ή αναφέρεται στο Άγιο Όρος
- η αγιορείτικη παράδοση, το αγιορείτικο κρασί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγιορείτικος
|