αδείπνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδείπνητος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδείπνητος
→ δείτε τη λέξη άδειπνος |
αδείπνητος, -η, -ο
→ δείτε τη λέξη άδειπνος |