αδιαχώρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαχώρητος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να βρεθεί ταυτόχρονα με κάποιον άλλο στον ίδιο χώρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδιαχώρητα και αδιαχωρήτως
- το αδιαχώρητο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαχώρητος
|