αερόβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αερόβιος | η | αερόβια | το | αερόβιο |
γενική | του | αερόβιου | της | αερόβιας | του | αερόβιου |
αιτιατική | τον | αερόβιο | την | αερόβια | το | αερόβιο |
κλητική | αερόβιε | αερόβια | αερόβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αερόβιοι | οι | αερόβιες | τα | αερόβια |
γενική | των | αερόβιων | των | αερόβιων | των | αερόβιων |
αιτιατική | τους | αερόβιους | τις | αερόβιες | τα | αερόβια |
κλητική | αερόβιοι | αερόβιες | αερόβια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αερόβιος, -α, -ο
- που ζει μόνο σε περιβάλλον με παρουσία οξυγόνου
- (βιολογία): οποιοσδήποτε οργανισμός που παρουσιάζει αεροβική αναπνοή
- αερόβια μικρόβια
- που σχετίζεται με την αναπνοή σε κατάσταση εγρήγορσης
- αερόβια άσκηση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βιος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)