ακαπάκωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαπάκωτος < α- + καπακώ(νω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kaˈpa.ko.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαπάκωτος, -η, -ο
- που δεν έχει καπακωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καπάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαπάκωτος
|