ακουστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακουστός | η | ακουστή | το | ακουστό |
γενική | του | ακουστού | της | ακουστής | του | ακουστού |
αιτιατική | τον | ακουστό | την | ακουστή | το | ακουστό |
κλητική | ακουστέ | ακουστή | ακουστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακουστοί | οι | ακουστές | τα | ακουστά |
γενική | των | ακουστών | των | ακουστών | των | ακουστών |
αιτιατική | τους | ακουστούς | τις | ακουστές | τα | ακουστά |
κλητική | ακουστοί | ακουστές | ακουστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακουστός < αρχαία ελληνική ἀκουστός
Επίθετο[επεξεργασία]
ακουστός, -ή, -ό
- που μπορούν οι άλλοι να τον ακούσουν
- που εισακούγεται
- ξακουστός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουστός
|