ακυρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακυρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυρότης από την αιτιατική «τήν ἀκυρότητα»[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ciˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακυρότητα θηλυκό
- η έλλειψη εγκυρότητας, η απουσία κύρους σε μια διαδικασία, το άκυρο στοιχείο σε κάτι
- ↪ ακυρότητα εγγράφων, γάμου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακυρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)