αλτρουιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλτρουιστικός < αλτρουιστής
Επίθετο[επεξεργασία]
αλτρουιστικός, αλτρουιστική, αλτρουιστικό
- που έχει σχέση με τον αλτρουισμό.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλτρουιστικός