αμίσθωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμίσθωτος, -η, -ο
- που δεν έχει μισθωθεί
- (παρωχημένο) άμισθος
- Ιδέ τόν στρατιώτην αυτόν, ό οποίος κατ' αρχάς έτρεχεν αυτόματος, αμίσθωτος είς τό πεδίον τής μάχης και αντετάττετο πλήρης ενθουσιασμού και αφοβίας είς τάς πολυπληθείς φάλαγγας τών εχθρών (Αναστάσιος Πολυζωίδης)[1]