αμίσθωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμίσθωτος η αμίσθωτη το αμίσθωτο
      γενική του αμίσθωτου της αμίσθωτης του αμίσθωτου
    αιτιατική τον αμίσθωτο την αμίσθωτη το αμίσθωτο
     κλητική αμίσθωτε αμίσθωτη αμίσθωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμίσθωτοι οι αμίσθωτες τα αμίσθωτα
      γενική των αμίσθωτων των αμίσθωτων των αμίσθωτων
    αιτιατική τους αμίσθωτους τις αμίσθωτες τα αμίσθωτα
     κλητική αμίσθωτοι αμίσθωτες αμίσθωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμίσθωτος < α- στερητικό + μισθώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμίσθωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει μισθωθεί
     συνώνυμα: ξενοίκιαστος
     αντώνυμα: μισθωμένος
  2. (παρωχημένο) άμισθος
    Ιδέ τόν στρατιώτην αυτόν, ό οποίος κατ' αρχάς έτρεχεν αυτόματος, αμίσθωτος είς τό πεδίον τής μάχης και αντετάττετο πλήρης ενθουσιασμού και αφοβίας είς τάς πολυπληθείς φάλαγγας τών εχθρών (Αναστάσιος Πολυζωίδης)[1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]