αμβλυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμβλυντικός < αρχαία ελληνική ἀμβλυντικός < ἀμβλύς
Επίθετο[επεξεργασία]
αμβλυντικός, -ή, -ό
- που συντελεί στην άμβλυνση, που είναι ικανός να αμβλύνει κάτι (κάνοντάς το λιγότερο αιχμηρό) ή να αμβλυνθεί ο ίδιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αμβλύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμβλυντικός
|