αμειδίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμειδίαστος < αρχαία ελληνική αμειδίαστος / ἀμειδίατος < μειδιάω
Επίθετο[επεξεργασία]
αμειδίαστος, -η, -ο
- που δεν μειδιά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αμειδίαστα
- → δείτε τη λέξη μειδιώ