αμπελοκλάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπελοκλάδι | τα | αμπελοκλάδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αμπελοκλάδι | τα | αμπελοκλάδια |
κλητική | αμπελοκλάδι | αμπελοκλάδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπελοκλάδι < μεσαιωνική ελληνική αμπελοκλάδι(ν) < αρχαία ελληνική ἄμπελος + κλάδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπελοκλάδι ουδέτερο
- κλαδί αμπέλου / κλήματος
- (γενικότερα) παρασιτικά φυτά σε αμπέλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπελοκλάδι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)