αναπόγραφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπόγραφος η αναπόγραφη το αναπόγραφο
      γενική του αναπόγραφου της αναπόγραφης του αναπόγραφου
    αιτιατική τον αναπόγραφο την αναπόγραφη το αναπόγραφο
     κλητική αναπόγραφε αναπόγραφη αναπόγραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπόγραφοι οι αναπόγραφες τα αναπόγραφα
      γενική των αναπόγραφων των αναπόγραφων των αναπόγραφων
    αιτιατική τους αναπόγραφους τις αναπόγραφες τα αναπόγραφα
     κλητική αναπόγραφοι αναπόγραφες αναπόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπόγραφος < αρχαία ελληνική ἀναπόγραφος < ἀν- + ἀπογράφω + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

αναπόγραφος

  1. που δεν έχει απογραφεί
    • Άμεση αναστολή καταβολής συντάξεων στους αναπόγραφους (εφημερίδα Καθημερινή, 20/3/2013)
    • Ειδικότερα ο υπουργός Εργασίας ζητά από τους διοικητές των ασφαλιστικών φορέων να αποστείλουν (...) τον επικαιροποιημένο αριθμό των αναπόγραφων συνταξιούχων των ετών 2011, 2012 και 2013. (εφημερίδα Καθημερινή, 20/3/2013)
  2. που δεν έχει καταγραφεί στα επίσημα τελωνειακά έγγραφα ή στο δασμολόγιο
     συνώνυμα:: αδασμολόγητος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]