αναπόγραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπόγραφος < αρχαία ελληνική ἀναπόγραφος < ἀν- + ἀπογράφω + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπόγραφος
- που δεν έχει απογραφεί
- Άμεση αναστολή καταβολής συντάξεων στους αναπόγραφους (εφημερίδα Καθημερινή, 20/3/2013)
- Ειδικότερα ο υπουργός Εργασίας ζητά από τους διοικητές των ασφαλιστικών φορέων να αποστείλουν (...) τον επικαιροποιημένο αριθμό των αναπόγραφων συνταξιούχων των ετών 2011, 2012 και 2013. (εφημερίδα Καθημερινή, 20/3/2013)
- που δεν έχει καταγραφεί στα επίσημα τελωνειακά έγγραφα ή στο δασμολόγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπόγραφος
|