ανδράποδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανδράποδο τα ανδράποδα
      γενική του ανδράποδου των ανδράποδων
    αιτιατική το ανδράποδο τα ανδράποδα
     κλητική ανδράποδο ανδράποδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανδράποδο < αρχαία ελληνική ἀνδράποδον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανδράποδο ουδέτερο

  1. άνθρωπος (άνδρας, γυναίκα ή παιδί) που αιχμαλωτίζεται στον πόλεμο, και μεταβάλλεται σε δούλο
  2. (μεταφορικά) αυτός που έχει το χαρακτήρα ανδράποδου, ο άβουλος, ο δουλοπρεπής
    στις εκφυλισμένες χώρες οι πολιτικοί καταντούν να είναι ανδράποδα των οικονομικών συμφερόντων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]