ανεπηρέαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπηρέαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπηρέαστος ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική unaffected)
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπηρέαστος
- αντικειμενικός, δίκαιος που δεν δέχεται επιρροές από ομάδες συμφερόντων ή και που δεν αφήνει ούτε τα δικά του συναισθήματα να επηρεάσουν μια απόφασή του ή ενέργειά του η οποία πρέπει να οριστεί από αντικειμενικά κριτήρια
- που δεν επηρεάστηκε από κάτι συγκεκριμένο, από κάτι που συνήθως έχει αντίκτυπο, που έμεινε απαθής ως προς αυτό ή που δεν το άφησε να επιδράσει
- Η χειρουργική του ικανότητα έμεινε ανεπηρέαστη από το τροχαίο που είχε, επανήλθε στην κλινική σαν να μην συνέβη τίποτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επηρεάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπηρέαστος