ανταποκριτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποκριτικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταποκριτικός η ανταποκριτική το ανταποκριτικό
      γενική του ανταποκριτικού της ανταποκριτικής του ανταποκριτικού
    αιτιατική τον ανταποκριτικό την ανταποκριτική το ανταποκριτικό
     κλητική ανταποκριτικέ ανταποκριτική ανταποκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταποκριτικοί οι ανταποκριτικές τα ανταποκριτικά
      γενική των ανταποκριτικών των ανταποκριτικών των ανταποκριτικών
    αιτιατική τους ανταποκριτικούς τις ανταποκριτικές τα ανταποκριτικά
     κλητική ανταποκριτικοί ανταποκριτικές ανταποκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανταποκριτικός < ανταποκρίνομαι + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανταποκριτικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]