αξέγνοιαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξέγνοιαστος η αξέγνοιαστη το αξέγνοιαστο
      γενική του αξέγνοιαστου της αξέγνοιαστης του αξέγνοιαστου
    αιτιατική τον αξέγνοιαστο την αξέγνοιαστη το αξέγνοιαστο
     κλητική αξέγνοιαστε αξέγνοιαστη αξέγνοιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξέγνοιαστοι οι αξέγνοιαστες τα αξέγνοιαστα
      γενική των αξέγνοιαστων των αξέγνοιαστων των αξέγνοιαστων
    αιτιατική τους αξέγνοιαστους τις αξέγνοιαστες τα αξέγνοιαστα
     κλητική αξέγνοιαστοι αξέγνοιαστες αξέγνοιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξέγνοιαστος < α- + ξέγνοιαστος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈkse.ɣɲa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξέ‐γνοια‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

αξέγνοιαστος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]