αξήλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αξήλωτος | η | αξήλωτη | το | αξήλωτο |
γενική | του | αξήλωτου | της | αξήλωτης | του | αξήλωτου |
αιτιατική | τον | αξήλωτο | την | αξήλωτη | το | αξήλωτο |
κλητική | αξήλωτε | αξήλωτη | αξήλωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αξήλωτοι | οι | αξήλωτες | τα | αξήλωτα |
γενική | των | αξήλωτων | των | αξήλωτων | των | αξήλωτων |
αιτιατική | τους | αξήλωτους | τις | αξήλωτες | τα | αξήλωτα |
κλητική | αξήλωτοι | αξήλωτες | αξήλωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αξήλωτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν έχει ξηλωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξήλωτος
|