ξηλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξηλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξηλωμένος, -η, -ο
- που έχει φθαρεί, ξηλωθεί, ή αποσπασθεί βίαια
- Ο τοίχος στέρεος σαν το φρόνημα του υπερήλικος κατοίκου, ο σοβάς ξηλωμένος σαν τις ρυτίδες στο πρόσωπο του πρόσφυγα (εφημ. "Καθημερινή", 31/10/08, για τα προσφυγικά κτίσματα στη Λεωφ. Αλεξάνδρας, στην Αθήνα)
- Η επιχείρηση ερήμωσε, με τον εξοπλισμό της ξηλωμένο
- που τον έχουν απομακρύνει από τη θέση του, τον έχουν αποτάξει, του έχουν πάρει τα γαλόνια ή του έχουν αφαιρέσει πάντως κάποιο αξίωμα και τον έχουν περιθωριοποιήσει
- ξηλωμένος υπουργός, αστυνομικός, στρατιωτικός, πρώην διευθυντής κ.ά.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Μπαλωματής αμπάλωτος και ράφτης ξηλωμένος (ότι δηλαδή ο καθένας στην τέχνη του φροντίζει των αλλονών και όχι του εαυτού του, ίσως επειδή ακριβώς έχει κουραστεί να ασκεί την τέχνη ή επιστήμη του όλη μέρα για άλλους ανθρώπους)
- → δείτε τη λέξη ξηλώνω