ξηλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξηλωμένος η ξηλωμένη το ξηλωμένο
      γενική του ξηλωμένου της ξηλωμένης του ξηλωμένου
    αιτιατική τον ξηλωμένο την ξηλωμένη το ξηλωμένο
     κλητική ξηλωμένε ξηλωμένη ξηλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξηλωμένοι οι ξηλωμένες τα ξηλωμένα
      γενική των ξηλωμένων των ξηλωμένων των ξηλωμένων
    αιτιατική τους ξηλωμένους τις ξηλωμένες τα ξηλωμένα
     κλητική ξηλωμένοι ξηλωμένες ξηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξηλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξηλωμένος, -η, -ο

  1. που έχει φθαρεί, ξηλωθεί, ή αποσπασθεί βίαια
    • Ο τοίχος στέρεος σαν το φρόνημα του υπερήλικος κατοίκου, ο σοβάς ξηλωμένος σαν τις ρυτίδες στο πρόσωπο του πρόσφυγα (εφημ. "Καθημερινή", 31/10/08, για τα προσφυγικά κτίσματα στη Λεωφ. Αλεξάνδρας, στην Αθήνα)
    • Η επιχείρηση ερήμωσε, με τον εξοπλισμό της ξηλωμένο
  2. που τον έχουν απομακρύνει από τη θέση του, τον έχουν αποτάξει, του έχουν πάρει τα γαλόνια ή του έχουν αφαιρέσει πάντως κάποιο αξίωμα και τον έχουν περιθωριοποιήσει
    • ξηλωμένος υπουργός, αστυνομικός, στρατιωτικός, πρώην διευθυντής κ.ά.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Μπαλωματής αμπάλωτος και ράφτης ξηλωμένος (ότι δηλαδή ο καθένας στην τέχνη του φροντίζει των αλλονών και όχι του εαυτού του, ίσως επειδή ακριβώς έχει κουραστεί να ασκεί την τέχνη ή επιστήμη του όλη μέρα για άλλους ανθρώπους)
  1. → δείτε τη λέξη ξηλώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]