απανθρακωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απανθρακωμένος < παθητική μετοχή του απανθρακώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
απανθρακωμένος -η -ο
- που έχει καεί τελείως, που έχει γίνει κάρβουνο
- μετά την πυρκαγιά στο εργοστάσιο βρέθηκαν τα απανθρακωμένα πτώματα δύο εργατών