απαρακάλεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απαρακάλετος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρακάλεστος η απαρακάλεστη το απαρακάλεστο
      γενική του απαρακάλεστου της απαρακάλεστης του απαρακάλεστου
    αιτιατική τον απαρακάλεστο την απαρακάλεστη το απαρακάλεστο
     κλητική απαρακάλεστε απαρακάλεστη απαρακάλεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρακάλεστοι οι απαρακάλεστες τα απαρακάλεστα
      γενική των απαρακάλεστων των απαρακάλεστων των απαρακάλεστων
    αιτιατική τους απαρακάλεστους τις απαρακάλεστες τα απαρακάλεστα
     κλητική απαρακάλεστοι απαρακάλεστες απαρακάλεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαρακάλεστος < α- + παρακαλώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απαρακάλεστος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]