απεριοδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεριοδικός < α- + περιοδικός
Επίθετο[επεξεργασία]
απεριοδικός, -ή, -ό
- που δεν τον χαρακτηρίζει περιοδικότητα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη περίοδος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεριοδικός
|