αποκλειστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκλειστικότητα < αποκλειστικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exclusivité)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκλειστικότητα θηλυκό
- η κατοχή αποκλειστικού δικαιώματος πάνω σε κάτι
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποκλειστικός, αποκλείω και κλείνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκλειστικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)