απονέμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απονέμω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπονέμω < ἀπό + νέμω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική attribuer[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.poˈne.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐νέ‐μω
Ρήμα
[επεξεργασία]απονέμω (παθητική φωνή: απονέμομαι)
- προσφέρω τιμές, τίτλο ή επιβράβευση
- ⮡ Η διευθύντρια απονέμει τα μετάλλια που κέρδισαν τα παιδιά στους σχολικούς αγώνες.
- (γενικότερα) παρέχω, διανέμω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις από και νέμω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απονέμω | απένεμα | θα απονέμω | να απονέμω | απονέμοντας | |
β' ενικ. | απονέμεις | απένεμες | θα απονέμεις | να απονέμεις | απόνεμε | |
γ' ενικ. | απονέμει | απένεμε | θα απονέμει | να απονέμει | ||
α' πληθ. | απονέμουμε | απονέμαμε | θα απονέμουμε | να απονέμουμε | ||
β' πληθ. | απονέμετε | απονέματε | θα απονέμετε | να απονέμετε | απονέμετε | |
γ' πληθ. | απονέμουν(ε) | απένεμαν απονέμαν(ε) |
θα απονέμουν(ε) | να απονέμουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απένειμα | θα απονείμω | να απονείμω | απονείμει | ||
β' ενικ. | απένειμες | θα απονείμεις | να απονείμεις | απόνειμε | ||
γ' ενικ. | απένειμε | θα απονείμει | να απονείμει | |||
α' πληθ. | απονείμαμε | θα απονείμουμε | να απονείμουμε | |||
β' πληθ. | απονείματε | θα απονείμετε | να απονείμετε | απονείμετε | ||
γ' πληθ. | απένειμαν απονείμαν(ε) |
θα απονείμουν(ε) | να απονείμουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απονείμει | είχα απονείμει | θα έχω απονείμει | να έχω απονείμει | ||
β' ενικ. | έχεις απονείμει | είχες απονείμει | θα έχεις απονείμει | να έχεις απονείμει | ||
γ' ενικ. | έχει απονείμει | είχε απονείμει | θα έχει απονείμει | να έχει απονείμει | ||
α' πληθ. | έχουμε απονείμει | είχαμε απονείμει | θα έχουμε απονείμει | να έχουμε απονείμει | ||
β' πληθ. | έχετε απονείμει | είχατε απονείμει | θα έχετε απονείμει | να έχετε απονείμει | ||
γ' πληθ. | έχουν απονείμει | είχαν απονείμει | θα έχουν απονείμει | να έχουν απονείμει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απονέμομαι | απονεμόμουν(α) | θα απονέμομαι | να απονέμομαι | ||
β' ενικ. | απονέμεσαι | απονεμόσουν(α) | θα απονέμεσαι | να απονέμεσαι | ||
γ' ενικ. | απονέμεται | απονεμόταν(ε) | θα απονέμεται | να απονέμεται | ||
α' πληθ. | απονεμόμαστε | απονεμόμαστε απονεμόμασταν |
θα απονεμόμαστε | να απονεμόμαστε | ||
β' πληθ. | απονέμεστε | απονεμόσαστε απονεμόσασταν |
θα απονέμεστε | να απονέμεστε | απονέμεστε | |
γ' πληθ. | απονέμονται | απονέμονταν απονεμόντουσαν |
θα απονέμονται | να απονέμονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απονεμήθηκα | θα απονεμηθώ | να απονεμηθώ | απονεμηθεί | ||
β' ενικ. | απονεμήθηκες | θα απονεμηθείς | να απονεμηθείς | |||
γ' ενικ. | απονεμήθηκε | θα απονεμηθεί | να απονεμηθεί | |||
α' πληθ. | απονεμηθήκαμε | θα απονεμηθούμε | να απονεμηθούμε | |||
β' πληθ. | απονεμηθήκατε | θα απονεμηθείτε | να απονεμηθείτε | απονεμηθείτε | ||
γ' πληθ. | απονεμήθηκαν απονεμηθήκαν(ε) |
θα απονεμηθούν(ε) | να απονεμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απονεμηθεί | είχα απονεμηθεί | θα έχω απονεμηθεί | να έχω απονεμηθεί | απονεμημένος | |
β' ενικ. | έχεις απονεμηθεί | είχες απονεμηθεί | θα έχεις απονεμηθεί | να έχεις απονεμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απονεμηθεί | είχε απονεμηθεί | θα έχει απονεμηθεί | να έχει απονεμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απονεμηθεί | είχαμε απονεμηθεί | θα έχουμε απονεμηθεί | να έχουμε απονεμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απονεμηθεί | είχατε απονεμηθεί | θα έχετε απονεμηθεί | να έχετε απονεμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απονεμηθεί | είχαν απονεμηθεί | θα έχουν απονεμηθεί | να έχουν απονεμηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απονέμω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απονέμω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)