αποτυγχάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτυγχάνω < αρχαία ελληνική ἀποτυγχάνω < ἀπό + τυγχάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.tiŋˈxa.no/
Ρήμα[επεξεργασία]
αποτυγχάνω
- δεν επιτυγχάνω ό,τι προσπαθώ ή επιθυμώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποτυχημένα
- αποτυχημένος
- αποτυχία
- αποτυχών
- → δείτε τις λέξεις από και τύχη