ασκώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκώ < αρχαία ελληνική ἀσκέω, ἀσκῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ασκώ, πρτ.: ασκούσα, στ.μέλλ.: θα ασκήσω, αόρ.: άσκησα, παθ.φωνή: ασκούμαι, μτχ.π.π.: ασκημένος
- υποβάλλω κάποιον σε συστηματική εργασία για να αναπτύξω τις σωματικές του δυνάμεις ή τις πνευματικές του ικανότητες
- ενεργώ κατά έναν ορισμένο τρόπο
- ασκώ βία, ασκώ πίεση, ασκώ ένα επάγγελμα
- προχωρώ σε μια ενέργεια που προβλέπεται από νόμους ή κανονισμούς
- ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- άσκηση
- ασκητεία
- ασκητεύω
- ασκητήριο (ασκητήριον)
- ασκητής - ασκήτρια
- ασκητικά (ασκητικώς)
- ασκητικός
- ασκητισμός
- ασκούμενος